αἴθων

αἴθων
αἴθων, ωνος, , , ([etym.] αἴθω)
A fiery, burning,

κεραυνός Pi.O.10(11).83

; of fiery smoke, P.1.23.
II of burnished metal, flashing, glittering,

σίδηρος Il.4.485

, Od.1.184
, S.Aj.147 (lyr.);

χαλκός B.12.50

; λέβητες, τρίποδες, Il.9.123, 24.233.
III of animals or birds,

ἵπποι Il. 2.839

;

αἰετός 15.690

;

βόες Od.18.372

;

ἀλώπηξ Pi.O.11

(10).20; δορά, of a boar, B.5.124
; prob. of colour, red-brown, tawny, since sleek, shining, or fiery, fierce do not suit all cases (but αἴ. θῆρες fierce, Pl.R. 559d); pr. n. of horse, Il.8.185.
IV metaph. of men, hot, fiery, S.Aj.221 (lyr.), 1088, Hermipp.46; αἴθων λῆμα fiery in spirit, A.Th. 448; λιμὸς αἴθων prob. in Hes.Op.363, Epigr. ap. Aeschin.3.184, Call. Cer.68. (The forms αἴθονα, αἴθονος have been corrupted into αἴθοπα, αἴθοπος, Hes. Op. l.c., S.Aj.221.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αἴθων — fiery masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴθων' — αἴθωνα , αἴθων fiery neut nom/voc/acc pl αἴθωνα , αἴθων fiery masc/fem acc sg αἴθωνι , αἴθων fiery dat sg αἴθωνε , αἴθων fiery nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴθων — αἴθω light up pres part act masc nom sg αἴθων fiery masc/fem nom sg αἴθων fiery nom/voc sg αἴ̱θων , αἶθος burning heat masc gen pl αἰθος burning heat masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίθων — Όνομα μυθολογικών προσώπωνκαι ζώων. 1. Επίθετο του Ήλιου, και όνομα του γιου του, πατέρα της Μήστρας, συζύγου του Αυτολύκου. Από την ένωσή τους γεννήθηκε η Αντίκλεια, μητέρα του Οδυσσέα της Ιθάκης. Αυτό το όνομα του προπάππου του χρησιμοποίησε ο… …   Dictionary of Greek

  • αίθων — Όνομα μυθολογικών προσώπωνκαι ζώων. 1. Επίθετο του Ήλιου, και όνομα του γιου του, πατέρα της Μήστρας, συζύγου του Αυτολύκου. Από την ένωσή τους γεννήθηκε η Αντίκλεια, μητέρα του Οδυσσέα της Ιθάκης. Αυτό το όνομα του προπάππου του χρησιμοποίησε ο… …   Dictionary of Greek

  • αἴθωνα — αἴθων fiery neut nom/voc/acc pl αἴθων fiery masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἴθονος — Αἴθων fiery masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴθονος — αἴθων fiery gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴθωνας — αἴθων fiery masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴθωνες — αἴθων fiery masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴθωνι — αἴθων fiery dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”